παλάγκο

παλάγκο
το
(λ. ιταλ.)
1. είδος βαρούλκου ή γερανού για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα του πλοίου. 2. φρ., «σότο παλάγκο», όρος στα ναυλοσύμφωνα που σημαίνει ότι ο παραλήπτης θα ειδοποιηθεί έγκαιρα για να παραλάβει το εμπόρευμα την ώρα που το παλάγκο του πλοίου το κατεβάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… …   Dictionary of Greek

  • καρνάλι(ον) — καρνάλι(ον), τὸ (Μ) παλάγκο, απλή μηχανή που αποτελούνταν από μια σταθερή και μια κινητή τροχαλία και χρησίμευε στη φόρτωση και εκφόρτωση βαριών αντικειμένων ή εμπορευμάτων σε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarnale] …   Dictionary of Greek

  • κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… …   Dictionary of Greek

  • μάντος — ο (Μ μάντος) σχοινί με το οποίο συνδέονται η κεραία και τα πανιά τού καραβιού νεοελλ. 1. το πολύσπαστο, κν. παλάγκο 2. φρ. «μάντος τού πεσκαδούρου» το σύσπαστο τού μασχαλιστήρα, το οποίο χρησιμεύει για τον χειρισμό τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ …   Dictionary of Greek

  • παράγκο — και παράγγο, το (δ. γρφ.) βλ. παλάγκο …   Dictionary of Greek

  • πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… …   Dictionary of Greek

  • σύσπαστο — το, Ν τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσπαστο — το σύστημα κινητών και ακίνητων τροχαλιών για την ανύψωση ή το τράβηγμα μεγάλων βαρών, αλλ. παλάγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”